φωτοτηλεγραφία

φωτοτηλεγραφία
η, Ν
τεχνολ. σύστημα τηλεομοιοτυπίας κατά το οποίο η αναπαραγωγή τού ομοιότυπου αντιγράφου στον δέκτη επιτυγχάνεται με φωτογραφική μέθοδο κατάλληλη για την απόδοση αποχρώσεων, αλλ. φωτοομοιοτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phototelegraphie < φωτ(ο)-* + τηλεγραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτοτηλεγραφία — η η αποστολή και λήψη, με φωτοηλεκτρικά μέσα, φωτογραφιών, ακτινογραφιών και γενικά εικόνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοτηλεγραφικός — ή, ό, Ν [φωτοτηλεγραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτηλεγραφία («φωτοτηλεγραφική επικοινωνία») …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοομοιοτυπία — η, Ν (επικοιν.) η φωτοτηλεγραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. phototelecopie] …   Dictionary of Greek

  • φωτοτηλεγραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοτηλεγραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”